
Για την πορεία της στη ρεμπέτικη μουσική μίλησε η Μαριώ στη συνέντευξη που παραχώρησε στη Νάνσυ Ζαμπέυτογλου και στον Θανάση Αναγνωστόπουλο, στον αέρα του "Στούντιο 4".
Κατά τη διάρκεια της τηλεοπτικής της εμφάνισης, η ρεμπέτισσα μίλησε για τις δυσκολίες και τις αθέατες πλευρές της νύχτας: "Ήταν σκληρά χρόνια, μη νομίζετε. Δεν υπάρχει αγιοποίηση σε αυτά! Θα μιλήσουμε έξω από τα δόντια! Όχι, δεν είναι όλα ωραία. Να σε πηγαίνουν εκεί στα τραπέζια… Όταν με πήγαν για πρώτη φορά σε ένα τραπέζι, να πάω και να με κεράσουν ένα ποτό, είδα ότι ήταν πονηριές. Είχα μία καρφίτσα στο σακάκι μου επάνω, την έπαιρνα και με αυτήν τρύπαγα τα πόδια των ανδρών. Σηκωνόμουν και έφευγα από το μαγαζί ".
Η Μαριώ δεν ανέχτηκε τέτοιες συμπεριφορές: "Είναι μία ιστορία που δεν τη λέει κανένας και λυπάμαι που δεν τα αναφέρουν αυτά! Δεν ξέρω γιατί, εγώ όμως δεν ντρέπομαι να πω ότι παράτησα τα μαγαζιά τόσες φορές για τον λόγο αυτόν. "Εγώ είμαι τραγουδίστρια, μουσικός και παλεύω για να ζήσω" είπα, "Δεν δουλεύω για να περάσω την ώρα μου και να κάνω το κέφι μου, τέλος!". Έπαιρνα τα ρούχα μου και έφευγα. Άφηνα τους άντρες με ματωμένα τα πόδια. Ο Θεός ήταν πάντα δίπλα μου".
Όπως τόνισε στη συνέχεια, αυτή ήταν μία δυσκολία ανάμεσα σε πολλές άλλες: "Είχαμε βάρβαρα ωράρια, βάρβαρο ήταν και το σπάσιμο των πιάτων. Στα χρόνια τα δικά μας δεν είχαμε γύψινα πιάτα, είχαμε πορσελάνες. Καμία τραγουδίστρια δεν έχει κάτσει σε μαγαζί όσο έκατσα εγώ. Εγώ ήμουν στην "Καλύβα" 14 χρόνια, έσπαγαν τα χέρια μου, έφευγαν κομμάτια πορσελάνης και έκοβαν τα χέρια μου. Ήταν δύσκολο γλέντι, ερχόταν η στιγμή που έλεγες "Ε, όχι ρε παιδιά, αυτό δεν είναι διασκέδαση, αυτό είναι πόλεμος". Συναγωνίζονταν ποιος θα σπάσει τα περισσότερα πιάτα, εμένα αυτό με εκνεύριζε".
Για κάποιους θαμώνες οι συνέπειες ήταν καταστροφικές: "Όταν ερχόταν στο μαγαζί κανένας φίλος του έλεγα "Μην τυχόν και στείλεις λουλούδια, μην τυχόν και ανοίξετε καμιά σαμπάνια σε μένα, δεν θα τα πάρω". Μου έστελναν κέρασμα και δεν το έπινα γιατί ήξερα κάποιους ανθρώπους που ήταν φτωχοί και ερχόντουσαν στο μαγαζί με το υστέρημά τους. Αυτά δεν τα λένε! Έχασαν σπίτια, χάλασαν οικογένειες, διαλύθηκαν οικογένειες!".
Οι καυγάδες επίσης ήταν κάτι συνηθισμένο: "Γίνονταν ομηρικοί καυγάδες για ψύλλου πήδημα. Γιατί κοίταξες την γκόμενα του άλλο, γιατί κοίταξες, γιατί κοίταξες αλλού, γιατί πήρες εσύ το κομμάτι, χόρευα και μπήκες εσύ και μου χάλασες τον χορό μου. Γινόταν ο πανικός και εγώ τραγούδαγα κανονικά , για να μην ακούγεται το μπαμ – μπουμ από το ξύλο".
Μία γυναίκα που τραγουδούσε σε αυτά τα μαγαζιά, σύμφωνα με τη Μαριώ, δεν ήταν αποδεκτή από κανέναν: "Ήταν δύσκολο για μία γυναίκα να τραγουδάει σε αυτά τα μαγαζιά. Οι άνθρωποι εκεί δεν σε έβλεπαν σαν γυναίκα, οι πιο πολλοί τότε ήταν αναλφάβητοι, αμόρφωτοι, που νόμιζαν ότι η γυναίκα είναι κτήμα τους, ότι την έχουν στο πιάτο και την κάνουν ό,τι θέλουν. Όχι ρε φίλε, δεν είμαι κτήμα σου! Η κοινωνία σε παρεξηγούσε. Είσαι τραγουδίστρια; Ηθοποιός; Είσαι του δρόμου, τέλος! Είτε σας αρέσει είτε δεν σας αρέσει, αυτή είναι η αλήθεια που ακούτε. Πήγαινες για ένα ποτό και δεν ήθελαν ούτε ο αέρας σου να περνάει από δίπλα τους, το ένιωθα και το έπαθα όταν δούλεψα στην Πτολεμαΐδα. Δεν ήθελαν ούτε το θρόισμα του αέρα μου, άλλαζαν πεζοδρόμιο. "Περνάει η ντιζέζ, αυτές είναι του δρόμου" έλεγαν".