
Καλεσμένος στο "Στούντιο 4" της Πέμπτης βρέθηκε ο Μιχάλης Κεφαλογιάννης.
Ο γνωστός δημοσιογράφος και παρουσιαστής παραχώρησε μία συνέντευξη στη Νάνσυ Ζαμπέτογλου και στον Θανάση Αναγνωστόπουλος αναφερόμενος μεταξύ άλλων στην επιλογή του γίνει δημοσιογράφος.
"Ονειρευόμουν τη δημοσιογραφία από τα 16 μου. Ο πατέρας μου διάβαζε τη "Μεσημβρινή" και εμένα μου είχε κολλήσει ότι κάποια στιγμή θέλω να γράψω σε αυτήν την εφημερίδα. Λένε "είσαι τυχερός", δεν είσαι, γράφονται όλα στο υποσυνείδητο και κάποια στιγμή αυτό σε οδηγεί στο να το κάνεις πράξη, είναι ξεκάθαρα τα πράγματα, δεν υπάρχει τύχη" είπε αρχικά.
Στην αρχή τα πράγματα δεν ήταν εύκολα: "Ήθελα πάντα να δουλέψω στη "Μεσημβρινή", τυγχάνει να γνωρίζω τότε μία γυναίκα που είναι και συγγενής μου. Είχε μία σχέση με τους εκδότες. Δεν μπήκα ακριβώς με μέσο, ήταν φιλική βοήθεια. Δεν ξέρω πώς λέγεται αυτό αλλά επειδή το έκανε πραγματικά από την καρδιά της, δεν το έχω αντιληφθεί ποτέ ως μέσο και της έχω μεγάλη ευγνωμοσύνη. Συναντάω λοιπόν έναν άνθρωπο που μου λέει "Αν κάνεις, οκ. Αν δεν κάνεις, θα φύγεις", το ίδιο είπε και στον διευθυντή μου, μπροστά μου τον πήρε τηλέφωνο. Ήμουν χωρίς μισθό στην αρχή και πάντα ζούσα με τον φόβο ότι αν δεν κάνω για τη δουλειά, θα φύγω. Ήταν δύσκολα τα πράγματα, δεν ήταν όπως τώρα".
Ο πατέρας του, όπως δήλωσε, δεν ήταν σύμφωνος με την απόφασή του: "Με συντηρούσε η μητέρα μου γιατί ο πατέρας μου δεν ήθελε να γίνω δημοσιογράφος, οπότε είχαμε κόντρα. Το 1989 το να πεις σε κάποιον ότι θέλεις να γίνεις δημοσιογράφος ήταν σαν να του λες "θέλω να γίνω χορεύτρια". Δεν τα παραλέω, ήταν μία εποχή που ο πατέρας μου θεωρούσε ότι "πρέπει να γίνεις γιατρός, δικηγόρος" τα κλασικά, του φαινόταν περίεργο. "Θα βγάλεις λεφτά από αυτήν τη δουλειά;" με ρωτούσε".
Και πρόσθεσε: "Τότε το επάγγελμα αυτό ήταν γνωστό για τα πισώπλατα μαχαιρώματα. "Παιδί μου, πώς θα αντέξεις εσύ μέσα σε αυτήν τη ζούγκλα;" μου είπαν, που ζούγκλα παραμένει και τώρα, με διαφόρων ειδών ζώα! (γέλια). Η μητέρα μου με συντηρούσε σχεδόν κρυφά για δύο χρόνια".
Ο πατέρας του τελικά άλλαξε γνώμη: "Με πήρε τηλέφωνο κάποια στιγμή όταν είχε διαβάσει το πρώτο μου πρωτοσέλιδο στη "Μεσημβρινή" , τότε που είχε καεί το Πολυτεχνείο και είχα βάλει το επώνυμό μου στην πρώτη σελίδα. Ο άνθρωπος προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να επικοινωνήσει ξανά μαζί μου γιατί είχαμε ψυχραθεί. Αισθανόταν περήφανος , με πήρε τηλέφωνο αλλά μου είπε βέβαια ότι η τελευταία παράγραφος θα μπορούσε να ήταν και αλλιώς!".