
Για τις δυσκολίες που βίωσε μέσα στον γάμο της μίλησε η Μαρία Εκμεκτσίογλου, στη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό "Hello".
Η γνωστή μαγείρισσα παντρεύτηκε τον άντρα της στην τρυφερή ηλικία των 18 ετών: "Πράγματι, και μέσα σε αυτόν το γάμο απέκτησα τα τρία αγόρια μου: τον Αλέξανδρο, τον Απόλλωνα και τον Πασχάλη. Ύστερα από κάποια χρόνια, χωρίσαμε. Το πρώτο διάστημα μετά το χωρισμό, η σχέση μας δεν ήταν καλή. Δεν χωρίσαμε με ωραίο τρόπο. Ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση σε εποχές κατά τις οποίες τα διαζύγια σε μια κωνσταντινουπολίτικη οικογένεια ήταν απαράδεκτα. Η οικογένεια με διέγραψε, αλλά δεν πτοήθηκα. Ξεκίνησα χωρίς βοήθεια, εδραιώθηκα στο εμπόριο και έφτιαξα καινούριο σπιτικό".
Μέσα σε αυτόν τον γάμο ένιωσε σαν να είναι εγκλωβισμένη σε κλουβί: "Σε χρυσό κλουβί, αλλά χωρίς πορτάκι! Πήγα νύφη σε μια πολύ εύπορη, αλλά αυταρχική οικογένεια. Γλίτωσα από έναν αυστηρό πατέρα, αλλά, στη νέα μου οικογένεια, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα από αυτά που ονειρευόμουν. Δεν άνοιγαν τις πόρτες τους στον έξω κόσμο και βρέθηκα εγκλωβισμένη".
Η Μαρία Εκμεκτσίογλου βίωσε δύσκολα αυτήν την κατάσταση: "Δύσκολα. Φαντάσου ότι ήμουν 19 χρονών και η κουνιάδα μου 55. Μόνο όποια έχει βιώσει ανάλογη κατάσταση μπορεί να με καταλάβει. Και με το σύζυγό μου είχαμε διαφορά ηλικίας. Ήμουν σε μια πολύ τρυφερή ηλικία και μεγάλωσα απότομα – κι έπρεπε να μεγαλώσω και να δυναμώσω για να αντεπεξέλθω. Σε αντίθετη περίπτωση, θα είχα χάσει τα μυαλά μου. Από πού πιστεύεις ότι άντλησες αυτήν τη δύναμη; Θεωρώ ότι μου την έδωσε ο Θεός διότι προσευχόμουν κάθε μέρα. Για να ελευθερωθώ, έφτασα στο σημείο να σκεφτώ ακόμα και την αυτοκτονία. Είχα πάει σε όλα τα φαρμακεία της Θεσσαλονίκης και είχα αγοράσει ασπιρίνες, όπως έβλεπα στις ταινίες. Ήταν πιο αθώα εκείνα τα χρόνια.. Πίστευα ότι, παίρνοντας τις ασπιρίνες, θα κοιμόμουν, δεν θα ξυπνούσα και δεν θα ξαναζούσα εκείνον τον εφιάλτη".
Εκείνη την εποχή, όπως εξομολογήθηκε κλείνοντας, δεν είχε επαφή με τους γονείς της: "Νόμιζα ότι οι γονείς μου με είχαν ξεχάσει, ενώ, στην πραγματικότητα, η πεθερά και η κουνιάδα μου έκρυβαν τα γράμματά τους. Τότε δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα και, για να μιλήσω με τη μητέρα μου, περίμενα έξι ώρες στη γραμμή, προκειμένου να με συνδέσουν με Κωνσταντινούπολη. Ήταν δύσκολο να κρατήσω επαφή. Επιπλέον, είχαν κλείσει τα σύνορα για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και οι γονείς μου δεν μπορούσαν να με επισκεφθούν. Την ημέρα που πέθανε η πεθερά μου, ανακάλυψα στο κλειδωμένο κομοδίνο της περίπου διακόσια γράμματα της μητέρας μου στα οποία αναρωτιόταν γιατί δεν τους έγραφα και τι μου είχε συμβεί. Με έπαιρναν τηλέφωνο, αλλά απαντούσε πάντα η κουνιάδα μου".