
Τον Θανάση Βισκαδουράκη υποδέχτηκαν στο πλατό του "Στούντιο 4" η Νάνσυ Ζαμπέτογλου και ο Θανάσης Αναγνωστόπουλος.
Ο γνωστός ηθοποιός μίλησε ανοιχτά στους παρουσιαστές της ΕΡΤ για την ιστορία της ζωής του, για τα δύσκολα χρόνια που πέρασε μέσα σε ορφανοτροφείο που μεγάλωσε.
"Πάντα λέω στα νέα παιδιά να προσέχουν τους γονείς τους. Δεν υπάρχει πιο ωραίο λιμάνι από τους γονείς μας. Ήμουν τεσσάρων χρονών όταν πέθανε η μητέρα μου από ζάχαρο. Μηδενίστηκαν όλα, άλλαξε η ζωή μου άρδην, πάω και μεγαλώνω μαζί με 20 παιδιά" δήλωσε αρχικά για την απώλεια της μητέρας του.
Ο πατέρας του, αναγκάστηκε να τον αφήσει: "Ήμουν ο μικρότερος της οικογένειας, ο πατέρας μου δεν μπορούσε να μας συντηρήσει. Με πέντε παιδιά, τι να κάνει ένας κωφός άντρας; Στεναχωριέμαι όταν με ρωτάει ο γιος μου, "Μπαμπά εσύ δεν έχεις πατρικό σπίτι;". Εκεί δαγκώνομαι. Του έχω μεταφέρει τις ιστορίες από το ορφανοτροφείο σαν παιδικές ιστορίες, σαν παιδικά παραμύθια, για να ξέρει από πού πήρε το όνομα που πήρε. Δεν χρειάζεται όλοι οι γονείς να έχουμε σπίτια να παραδώσουμε στα παιδιά μας".
Όσον αφορά τα αδέρφια του, ο Θανάσης Βισκαδουράκης είπε: "Μόνο εγώ έφυγα από την Αθήνα, όλοι ήταν πάνω από 10 χρόνια μεγαλύτεροί μου. Ο αδερφός μου ήταν κωφός και πήγε σε ένα σχολείο ειδικό για κωφούς, πήγαιναν τα Σαββατοκύριακα να βλέπουν τους γονείς μας. Μόνο εγώ αποκόπηκα από τον οικογενειακό μου ιστό. Μέχρι την τρίτη λυκείου είχα επαφές με τον πατέρα μου δύο φορές στον χρόνο. Δεν ρωτούσα εάν έχω αδέρφια, δεν γνώριζα ότι έχω αδέρφια. Εάν δεν μου συστήνονταν, δεν θα τους ήξερα. Δεν ρωτούσα γιατί τα παιδιά στο ορφανοτροφείο ήταν τα αδέρφια μου, με αυτούς μεγάλωσα".
Ο ίδιος περιέγραψε τη ζωή του μέσα στο ορφανοτροφείο λέγοντας: "Εννοείται την κοπανούσα! Τις νομοθεσίες γι' αυτά τα ιδρύματα εσείς τις μαθαίνετε τώρα, εμάς η εκκλησία μας μάζεψε. Μην ξεχνάτε ότι τα σχολικά χρόνια έτρωγες ξύλο από τον δάσκαλό σου. […] Δραπέτευσα από το ορφανοτροφείο στα 18 μου, όταν μου ήρθε ένα χαρτί που έλεγε ότι είμαι βέρος Αθηναίος, που δεν το γνώριζα, και έπρεπε να πάω φαντάρος. Ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μου είπε ότι δεν είμαι από τη Βέροια, κατέρρευσα όταν μου το είπε. Ήταν δύσκολα χρόνια, κοίταγα το παράθυρο της ελευθερίας όπως όλα τα παιδιά αυτά. Δεν έπρεπε ποτέ να κάνω λάθος, έπρεπε να γίνει σε χρόνο dt. Υπήρξαν παιδιά που άνοιγαν την πόρτα και δεν γυρνούσα ποτέ […] Ένα παιδί που το βοήθησα τότε να δραπετεύσει ήρθε να με βρει στο θέατρο χρόνια αργότερα…Στο μυαλό μας ήταν το πώς θα δραπετεύσουμε, πώς θα φύγουμε. Εγώ δεν έφευγα γιατί σκεφτόμουν, "Πού να πάω;". Δεν πέρναγα όμορφα. Τώρα με αυτό που γίνεται με την "Κιβωτό" πρέπει να δώσω σε αυτά τα παιδιά μεγάλη αισιοδοξία γιατί τα νιώθω πιο πολύ αδέρφια μου από τα βιολογικά μου αδέρφια Οι υπεύθυνοι τον δομών είναι ο μπαμπάς και η μαμά ατών των παιδιών, είναι το αποκούμπι τους. Δεν θα τους προδώσουν γι' αυτό και ο τίτλος του βιβλίου μου είναι "Ο Κοπρίτης". Ένας κοπρίτης δεν θα σε προδώσει ποτέ, γιατί σέβεται την αγάπη και τη βοήθεια που του δίνεις".
Οι τιμωρίες μέσα στο ορφανοτροφείο ήταν σκληρές: "Ζούσα σε άλλον αιώνα. Η σχέση μου με τα άλλα παιδιά ήταν όπως είναι η ζωή ενός παιδιού μέσα στο ορφανοτροφείο, ξύλο, μπουνιές, καθαριότητα. Γι' αυτό και δεν είχα πρόβλημα στο στρατό, υπήρχε στο ορφανοτροφείο στρατιωτική πειθαρχεία, ακόμα την έχω στη ζωή μου. Οι χαρές μου ήταν να πάρω το κουδούνι να χτυπήσω για διάλειμμα, να κάνω την υποστολή της σημαίας στο σχολείο. Αν αργούσα να γυρίσω από το σχολείο, με περίμενε τιμωρία. Μία τιμωρία δύσκολη για ένα παιδί, μία τιμωρία που δεν περνάει από το μυαλό ενός παιδιού σήμερα, τότε ήταν άλλες εποχές".
Ο Θανάσης Βισκαδουράκης μοιράστηκε μάλιστα το πώς αισθάνεται για τα δώρα: "Ήταν αδιανόητο για μένα να μου κάνεις ένα δώρο, στα 47 μου χρόνια. Για εσάς και τον γιο μου είναι αυτονόητο. Την ώρα της παράστασης ζήτησα από τον Σάκη Μπουλά να μην πετάξει το πλυντήριο ρούχων και με ρώτησε, "Γιατί ρε;". Γιατί για μένα είναι θησαυρός γιατί έπλενα τα ρούχα μου στη λεκάνη".
Κάποια στιγμή μεγάλωσε, ήρθε στην Αθήνα και γνώρισε τον πατέρα του καλύτερα. Η σχέση τους πέρασε από σαράντα κύματα: "Η φασαρία μου έκανε εντύπωση. Ήταν μία πόλη απογοητευτική, εγώ μεγάλωσα μέσα στο πράσινο.Πήγα να πάρω το τρένο Κηφισιά – Πειραιά στην προσπάθειά μου να να επιστρέψω στη Θήβα. Πήγα στο πατρικό μου σπίτι και δεν μου άνοιξε κανείς. Είδα δύο ανθρώπους να με κοιτάζουν, να μου φωνάζουν , εγώ φώναζα, "Ο πατέρας μου;". Όταν κατέβηκα στην Αθήνα ενημερώθηκα ότι δεν έχω μαμά. Ήρθε ο πατέρας μου, και συνειδητοποίησα ότι τον έχω στεναχωρήσει πάρα πολύ γιατί δεν με περίμενε ποτέ στην Αθήνα. Του ξύπνησα κάτι που είχε πατάξει πολύ μέσα του, είχα γίνει αντράκι στη Θήβα, και όχι στην Αθήνα. Εκεί άρχισαν τα δύσκολα, μου ανακοίνωσε ότι πρέπει να φύγω, τότε εκμεταλλεύτηκα τον στρατό, και μπήκα. Τον δικαιολόγησα μέσα μου, μου λείπει αρκετά και θα ήθελα να είχε γνωρίσει τον γιο μου. Του έκανα μία ωραία κηδεία, για όλους, δεν τον έκλαψα. Πρώτη φορά έκλαψα στη βάφτιση του γιου μου. Μου ζήτησε συγγνώμη ο πατέρας μου λίγο πριν πεθάνει. Τον πήρα αγκαλιά, με άφησε να το να αγκαλιάσω".